τραχήλι' — τραχήλια , τραχήλια scraps of meat and gristle about the neck neut nom/voc/acc pl τραχήλια , τραχήλιον butt end of a spear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste kretischer Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
τραχήλια — τά, Α [τράχηλος] 1. τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν μαζί με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ τραχήλι ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», Αριστοφ.) 2. (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα … Dictionary of Greek
Άληντα — Όρμος στη δυτική ακτή της Χίου, ένα μίλι βορειότερα από το ακρωτήριο Τραχήλι. Αναφέρεται και με τα ονόματα Αλύντα και Αλούνδα. Ο όρμος είναι ακατάλληλος για προσορμίσεις πλοίων … Dictionary of Greek
Πετρονήσι — Νησί του Σαρωνικού στον κόλπο της Αίγινας, τρία μίλια στα βόρεια του ακρωτηρίου Τραχήλι … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek